ΕΙΣΑΓΩΓΗ

             Ο όρος «Μεταπολίτευση» που περιέχεται στον τίτλο αυτής της παρουσίασης αναφέρεται στη χρονική περίοδο που ακολούθησε την πτώση της "δικτατορίας των συνταγματαρχών» τον Ιούλιο του 1974. Ανακριβής εννοιολογικά αφού επεκτείνεται πέραν της αλλαγής πολιτεύματος[1], δόκιμος όμως καθώς χρησιμοποιείται καθολικά φέροντας πολλές πολιτικές και πολιτισμικές συνδηλώσεις.
            Η χρονική εγγύτητα με την έναρξη της περιόδου (24/7/1974), αποτρέπει το καθορισμό της λήξης της, και γι αυτό στη σχετική βιβλιογραφία επινοούνται στάδια που ορίζονται κυρίως από πολιτικά γεγονότα (εκλογές). Έτσι ως πρώτο στάδιο μπορεί να προταθεί η περίοδος από τη πτώση της δικτατορίας έως τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις 18/10/1981. Πρόκειται για την περίοδο όπου η «κρίση εκπροσώπησης»[2], προϊόν της αδράνειας μέρους των αστικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (αλλά και των λεγκαλιστικών εμμονών μέρους της αριστεράς) επέτρεψε την κεκτημένη από τον αντιδικτατορικό αγώνα δυναμική να μετουσιωθεί σε ad hoc εκδηλωμένο ριζοσπαστισμό αφού η Αριστερά αδυνατούσε να τον διαχειριστεί συνολικά. Το κενό κάλυψε σταδιακά το ΠΑΣΟΚ, πιάνοντας τον μίτο της προδικτατορικής πολιτικής πόλωσης ανασύροντας το πολιτικό αντιπαραθετικό σχήμα «δεξιά-αντιδεξιά» (δημοκρατικές δυνάμεις) απότοκο των de facto πολιτικών συμπλεύσεων της λαϊκής βάσης στην κρίση του 1965. Ταυτόχρονα επιτυγχάνεται σχεδόν στιγμιαία και σε μεγάλο βαθμό ο διεκδικούμενος από το 1949 πολιτικός μετασχηματισμός (που άρχισε να μορφοποιείται την περίοδο 1963-1965), καθώς το σοκ της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και η τριχοτόμηση της δεξιάς[3], αναδιατάσσει τις ιδεολογικές προτεραιότητες του αστικού στρατοπέδου εξοβελίζοντας την εθνικοφροσύνη και τον ατλαντισμό από το ιδεολογικό του υπόβαθρο, αντικαθιστώντας de facto[4] τον από βορρά κίνδυνο με τον εξ ανατολών,  αναγνωρίζοντας έτσι την ύπαρξη νατοϊκού ελλείμματος ασφαλείας, το οποίο οδήγησε σε ρηξικέλευθες για μια αστική κυβέρνηση ενέργειες[5] με κορυφαίες τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ (έστω και με τις προϋποθέσεις του νόμου 59/74[6]) και την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Συνέπεια αυτής της απώλειας των παραδοσιακών ιδεολογικών ερεισμάτων της δεξιάς (αλλά και ευρύτερα  των αστικών δυνάμεων) ήταν πλέον η επιδίωξη της εδραίωσης του κοινοβουλευτισμού χωρίς  τα προδικτατορικά εξωγενή συστήματα αναφοράς όπως η ξένη εξάρτηση, ο στρατός, το βασιλικό περιβάλλον, οδηγώντας σε μια αυτοτροφοδοτούμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία[7].
            Η συγκυρία της δικτατορίας οδήγησε στη συγκρότηση μιας νέας Αριστεράς  οργανωτικά εκπεφρασμένης από τους φοιτητές, διότι αφενός οι πολιτικοί σχηματισμοί της, με τον αιφνιδιασμό της 21η Απριλίου, δεν πρόλαβαν να περάσουν στην παρανομία καθώς σχεδόν το σύνολο των καθοδηγήσεων εξουδετερώθηκε απονευρώνοντας τον κομματικό  μηχανισμό τους, αφετέρου η φιλελευθεροποίηση της κυβέρνησης Μαρκεζίνη εφαρμόστηκε πρώτα και κυρίως στα Πανεπιστήμια όπου αναδύονται και οι πρώτες πολιτικές ευκαιρίες[8]. Η βίαιη διακοπή της δια μέσου των Λαμπράκηδων κληροδοτημένης κομμουνιστικής παράδοσης σε ό,τι αφορά στην ιδεολογία στον πολιτικό λόγο στις οργανωτικές νόρμες και στο ρεπερτόριο δράσης, που σε συνδυασμό με τον απόηχο της πολιτιστικής άνοιξης του «κεντρώου διαλείμματος» του 1963-1965, συνέβαλε στην συγκρότηση μιας «νέας αριστεράς» με πολλές εκδοχές (από τη «σταλινική» ΟΜΛΕ και το ΕΚΚΕ έως τους Αναρχικούς) οι οργανωτικές συνιστώσες της οποίας συγκρότησαν ένα διακριτό ρεύμα αυτή τη φορά περιορισμένο στο χώρο του Πανεπιστημίου, που είχε σαν στόχο την ρήξη με το καθεστώς[9]. Ασφαλώς δεν πρόκειται περί κεραυνού εν αιθρία καθώς ψήγματά της ανιχνεύονται προδικατορικά στο περιεχόμενο της σχέσης της Ν.ΕΔΑ ως κομματικής νεολαίας και της ΔΚΝΓΛ ως μετωπικού νεολαιίστικου σχήματος, με τελικό προϊόν τη ΔΝΛ η οποία «αποτέλεσε τον φορέα εκείνο της ανανέωσης και ταυτόχρονα της κομματικής ορθοδοξίας»[10]. Σε αυτό το οργανωτικό πλαίσιο  εκδηλώνεται μια «πολυφωνική» αριστερή αντιπολίτευση (ΦΝΧ ήδη από το 1962, ΠΑΝΔΗΚ «Σωτήρης Πέτρουλας», περιοδικό Αναγέννηση 1964 και ΠΠΣΠ 1966)  στη Νέολαία ΕΔΑ[11] και στη συνέχεια στη ΔΝΛ ως αποτέλεσμα όχι μόνο της διεθνούς συγκυρίας, αλλά και της εμφάνισης στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο της «πρώτης αμιγώς μεταπολεμικής γενιάς»[12].
Το 1972 με την έναρξη των κινητοποιήσεων οι φοιτητές της προδικτατορικής περιόδου είχαν ήδη αποφοιτήσει. Οι νεοεισαχθέντες φοιτητές, άγνωστοι στην Ασφάλεια αφού οι οργανώσεις ήταν εξουδετερωμένες ή ανενεργές για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, διάστημα δηλαδή που κάλυπτε την κρίσιμη για οργανωτική ένταξη ηλικιακή περίοδο, εισέρχονταν σε ένα αποστειρωμένο πολιτικά περιβάλλον αφού το στρατιωτικό καθεστώς πέρα από την καταστολή είχε και θεσμικά επιβάλει τον πλήρη έλεγχό του στα Πανεπιστήμια με το Σύνταγμα του 1968, αλλοιώνοντας το ιδεολογικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης και περιορίζοντας την αυτονομία τους έναντι της κρατικής εξουσίας. Συνακόλουθα, η ανυπαρξία δικτύωσης των φοιτητών μέσω των οργανώσεων, δημιούργησε νέους τρόπους προσέγγισης, οργάνωσης, και δράσης (μέσα από τις μόνες συλλογικότητες που κινούνταν στο πλαίσιο της νομιμότητας, τους τοπικούς και πολιτιστικούς συλλόγους και τις  άτυπες φοιτητικές επιτροπές αγώνα), απαλλαγμένους από τις αγκυλώσεις και τις εμμονές των προδικτατορικών οργανώσεων, παρακάμπτοντας τον «πατροπαράδοτο» οργανωτισμό και την γραφειοκρατία, συγκροτώντας έναν τύπο κινηματικής κοινότητας[13]. Η δυνατότητα συμμετοχής όλων στις εκδηλώσεις αυτών των φορέων (που λειτουργούσαν κάτω από την ασφυκτική πίεση του Σπουδαστικού της Ασφάλειας μεν, αλλά σε κάθε περίπτωση νόμιμα), συγκρότησε μια διαφορετική αντιστασιακή αντίληψη σε σχέση με τις παράνομες οργανώσεις του ένοπλου αντιδικτατορικού αγώνα (στις οποίες εκ των πραγμάτων  λόγω των συνωμοτικών κανόνων δράσης η μαζική συμμετοχή είναι αδύνατη), θέτοντας τις βάσεις του λεγόμενου «μαζικού λαϊκού κινήματος». Παράλληλα η σύντομη εξάντληση των δυνατοτήτων του «ένοπλου αγώνα» ο οποίος σε μεγάλο βαθμό εκδηλωνόταν από αντιδικτατορικές ομάδες του αστικού στρατοπέδου κατέστησε τα Πανεπιστήμια κύριο χώρο εκδήλωσης του αντιδικτατορικού αγώνα που κορυφώθηκε στις καταλήψεις της Νομικής τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1973 και στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, διαμορφώνοντας ένα κινηματικά έμπειρο φοιτητικό αλλά και εργατικό δυναμικό[14].
 Η ήττα στην Κύπρο αν και οδήγησε στη συντριβή του ιδεολογήματος της εθνικοφροσύνης, του βασικού δηλαδή ιδεολογικού πυλώνα του ελληνικού αστισμού, του έδωσε την ευκαιρία, αντιστρέφοντας το μειονέκτημα, να αναλάβει την πρωτοβουλία  αποστασιοποιούμενο ακαριαία[15] από τα ακροδεξιά ερείσματα του (στρατός, Παλάτι) και εκμεταλλευόμενο την αδράνεια της υπό ανασυγκρότηση αριστεράς, να καθαρθεί στην κολυμβήθρα της «αποκατάστασης της δημοκρατίας»[16], αναδεικνύοντας έναν νέο πολιτικό λόγο με κεντρικούς άξονες την εθνική ενότητα (η οποία τώρα περιελάμβανε και την κομμουνιστική αριστερά) και τον οικονομικό εκσυγχρονισμό (στη βάση της ενότητας των παραγωγικών τάξεων), ο οποίος προλείανε το έδαφος για την μεταβολή του συνταγματικά[17] (αλλά και παρασυνταγματικά[18]) αντικομμουνιστικού χαρακτήρα του κράτους με πρώτες συνέπειες τη χαλάρωση της αστυνομικού τύπου επιτήρησης της πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας, την αποκατάσταση (ή ίσως παραχώρηση - διεύρυνση) και κατοχύρωση των πολιτικών ελευθεριών διαμορφώνοντας τους απαραίτητους για την κυβέρνηση Καραμανλή όρους συναίνεσης.
  
Η Αριστερά

Οι δύο βασικοί φορείς της κομμουνιστικής αριστεράς ανταποκρινόμενοι στην αστική πρόσκληση για «ένταξη στον εθνικό κορμό» και στην κοινοβουλευτική τάξη[19] (βάσει του Ν. 59/74) διευρύνοντας «το πεδίο νομιμοποίησης της κρατικής πολιτικής μετασχηματίζοντας τη βασική τους λειτουργία από εκφραστή των κοινωνικών συμφερόντων σε πολιτειακό θεσμό, συστατικό της οργάνωσης των εξουσιαστικών σχέσεων»[20] επέλεξαν τη διαχείριση της κατάστασης ακολουθώντας τις εξελίξεις όχι μόνο λόγω της αμηχανίας τους. Τα δύο κομμουνιστικά κόμματα βρέθηκαν μπροστά στην ακαριαία υλοποίηση (και ιδιαίτερα για το ΚΚΕ εσωτερικού πολύ καλύτερης ποιότητας από το ενδεχόμενο της μαρκεζινικής ομαλοποίησης που είχε στηρίξει)  του μετεμφυλιοπολεμικού πολιτικού  διεκδικητικού πλαισίου όπως είχε εκφραστεί από τον προδικτατορικό πολιτικό φορέα τους, την ΕΔΑ, μέσα στο ένα νέο δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο που όμως τίποτε σε εκείνη τη συγκυρία δεν μπορούσε να προδικάσει τη διατήρησή του[21]. Επιπλέον η εθνική ενότητα σαν κυρίαρχη αντίληψη συγκροτήθηκε στη βάση ενός πατριωτικού και όχι αντιϊμπεριαλιστικού αντιαμερικανισμού, με συνέπεια την ανθρωπομορφική κατανόηση της δικτατορίας, ως «συγκυριακής ανωμαλίας έργο λίγων αφρόνων, που ήταν έξω από τη δομή τη λογική και τον ρόλο του στρατού, ο οποίος εθεωρείτο ιδεολογικά ουδέτερος μηχανισμός στο εξελισσόμενο πολιτικό γίγνεσθα»ι[22].

 Η Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά

Στον αντίποδα, οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που αποτέλεσαν τους πολιτικούς φορείς του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού. Με ενισχυμένο κύρος από τον αντιδικτατορικό αγώνα και κυρίως από την (εκ των υστέρων δικαιωμένη) εμμονή τους για δυναμική και άμεση ρήξη με το καθεστώς[23] και με μεγάλο βαθμό συσπείρωσης υπαγορευμένης από την πρόσφατη παρανομία, στελεχωμένες κατ’ εξοχήν από νέους σε ηλικία, χωρίς τη βεβαρημένη εμπειρία των αλλεπάλληλων ηττών και με βιωμένη την πτώση της δικτατορίας όχι ως πολιτικό αποτέλεσμα της τουρκικής επίθεσης αλλά ως θριάμβου του αντιδικτατορικού αγώνα. Βασική οργανωτική τους πλατφόρμα οι φοιτητικές παρατάξεις τους, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό υποκαθιστούν βασικές λειτουργίες του κομματικού μηχανισμού[24]. Η απαραίτητη γενίκευση άρα και ο περιορισμός σε ένα υποσύνολο κοινών χαρακτηριστικών των οργανώσεων της περιόδου 1974-1981 μπορεί να περιγράψει δύο βασικές συνιστώσες που συνθέτουν την πολιτική δυναμική της περιόδου της μεταπολίτευσης. Η πρώτη συγκροτείται από τις οργανώσεις της αριστεράς που θεωρούσαν εαυτούς γνήσιους – συνεπείς κληρονόμους, είτε της τριτοδιεθνιστικής παράδοσης έτσι όπως επαναπροσδιορίστηκε από τον Μάο μετά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ (Μ-Λ οργανώσεις), είτε της αρχέγονης μπολσεβίκικης παράδοσης (τροτσκιστικές οργανώσεις), με κοινή βάση συγκρότησής τους την επιστροφή στην ιδεολογική και πολιτική ευταξία κάποιου παρελθόντος (προ του 1956 ή προ του 1924 αντίστοιχα) και όχι στη ρήξη με το Κόμμα της εργατικής τάξης. Αντιθέτως η δεύτερη μεγάλη συνιστώσα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς εκκινώντας από τις διεργασίες της ευρωπαϊκής αριστεράς της δεκαετίας του ΄60 και των αντιαποικιακών – «εθνικοαπελευθερωτικών» κινημάτων της «ζώνης των θυελλών», συγκροτήθηκε στη βάση της ρήξης με το Κόμμα και την λενινιστική εμμονή στα παραδοσιακά επαναστατικά υποκείμενα (προλεταριάτο και σύμμαχοι), αναδεικνύοντας νέα («εργάτης μάζα», μειονότητες, γυναίκες, φοιτητές), αμφισβητώντας την εκπροσώπηση, προωθώντας ταυτοχρόνως την άμεση συμμετοχή στις διαδικασίες και τις δράσεις, αποενοχοποιώντας την υποκειμενικότητα και τον βολονταρισμό[25] (Β΄ Πανελλαδική, Αναρχικοί, Αυτόνομοι).
            Η παραπάνω κατηγοριοποίηση, απόλυτα συμβατική αφού κατατάσσει στην ίδια ομάδα σχηματισμούς και συλλογικότητες με διαφορετικές θεωρητικές πλατφόρμες (Β΄ Πανελλαδική – Αναρχικοί), ακολουθεί ωστόσο χρονικά τις συσσωματώσεις του χώρου της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που παρά τα αυστηρά ιδεολογικοπολιτικά στεγανά των μερών της, λειτουργούσαν τελικά ως συγκοινωνούντα δοχεία.
            Η αριθμητική διόγκωση της διανόησης και του φοιτητικού πληθυσμού[26], η εμπειρία και η τεχνογνωσία σε όλα τα είδη του κινηματικού ρεπερτορίου, η αίγλη της εξέγερσης του Νοεμβρίου, κατέστησε το ταξικά πολυσυλλεκτικό φοιτητικό μπλοκ, σε πρωτοπόρο και ενοποιητικό παράγοντα («συλλογικό οργανωτή»[27]) των κινηματικών δράσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η συσπείρωση των ομάδων και τάξεων που πραγματοποιήθηκε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, έγινε κάτω από τον ηγετικό ρόλο και εποπτεία των φοιτητών (συντονιστικές επιτροπές). Η αντανακλαστική ετοιμότητα τους δοκιμάστηκε στις πρώτες μεταπολιτευτικές κινηματικές  δράσεις τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1974 που αφορούσαν την Κύπρο. Το πρώτο ρήγμα μεταξύ των οργανώσεων της αριστεράς το οποίο και σηματοδότησε την περαιτέρω πορεία εμφανίστηκε με την άρνηση συμμετοχής του ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού στην πορεία της 1ης Οκτωβρίου 1974 προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία η οποία ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη επίδειξη δύναμης της Εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς[28].
             
            Οι παράγοντες που οδηγούν στους εργατικούς αγώνες που ξεκινούν ταυτόχρονα[29] είναι λιγότερο ευδιάκριτοι. Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η αναδιάταξη του εργατικού κινήματος αφού οι βιομηχανικοί εργάτες για πρώτη φορά μεταπολεμικά κινητοποιήθηκαν αυτοδύναμα και πρωτοπόρα. Η επέκταση του βιομηχανικού κεφαλαίου την περίοδο 1958-1973[30] οδήγησε στην αύξηση και συγκέντρωση του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού. Πρόκειται για ένα ηλικιακά νέο εργατικό δυναμικό «αγροτικής προέλευσης χωρίς ιδιαίτερη συνδικαλιστική και πολιτική παράδοση»[31] που ενηλικιώθηκε στο αποπολιτικοποιημένο περιβάλλον της δικτατορίας. Σε αντίθεση με τον χωρικό εργασιακό κατακερματισμό των οικοδόμων η επαναλαμβανόμενη συγκέντρωση των βιομηχανικών εργατών στους χώρους εργασίας ευνόησε την ανάδυση του εργοστασιακού σωματείου ως κύριας μορφής εργατικής οργάνωσης, η οποία κάλυψε το κενό που άφηναν οι συντεχνιακές αντιθέσεις των εργαζομένων (λόγω του ομοιοεπαγγελματικού χαρακτήρα της συνδικαλιστικής οργάνωσης) και παράλληλα ξεπερνούσε το Ν. 3239/55 ο οποίος επέβαλλε τη διαπραγμάτευση σε κλαδικό – ομοσπονδιακό επίπεδο επιφυλάσσοντας στο Κράτος διαιτητικό ρόλο σε περίπτωση διαφωνίας, διαμορφώνοντας στην ουσία ένα παράλληλο (με αυτό του Ν 3239/55) δίκτυο διαπραγμάτευσης μεταξύ εργατών και εργοδοσίας.
            Τα αιτήματα ήταν κατά βάση ομοιογενή σε όλα τα εργοστάσια. Κατοχύρωση συνδικαλιστικής οργάνωσης, αύξηση μισθών, ανάκληση απολύσεων, ωράριο, εργασιακές συνθήκες. Από τον Οκτώβριο του 1974 έως το 1979 το εργοστασιακό κίνημα περνάει φάσεις γέννησης ανάπτυξης συρρίκνωσης και ήττας[32]. Πρόκειται την περίοδο των «άγριων απεργιών» με καταλήψεις εργοστασίων και πολύωρες στάσεις εργασίας που οδηγούν σε συλλήψεις και φυλακίσεις συνδικαλιστών, συγκρούσεις με την αστυνομία, απολύσεις, και εφαρμογή του Νόμου 330/76 που απαγόρευε την απεργία σε σωματεία μη αναγνωρισμένα και επέβαλλε τη γνωστοποίηση πρόθεσης απεργίας στην εργοδοσία στερώντας τα συνδικάτα από το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμου[33].
            Πέρα από την εργοδοτική αντίδραση (απολύσεις της εργατικής πρωτοπορίας και μεσοπρόθεσμα αυτοματοποίηση των εργοστασίων) και την κρατική καταστολή, οι βιομηχανικοί εργάτες αντιμετώπισαν την αντίδραση της ΕΣΑΚ η οποία έβλεπε στην την αυτόνομη ανάπτυξη του εργοστασιακού κινήματος τον κίνδυνο «του κατακερματισμού της εργατικής τάξης»[34]. Ως αποτέλεσμα τα εργοστασιακά σωματεία δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε ομοσπονδίες, (ούτε και στις ελεγχόμενες από την αριστερά) συγκροτώντας έτσι το 1979 ξεχωριστή ομοσπονδία (ΟΒΕΣ) έξω από το πλαίσιο του «επίσημου» συνδικαλιστικού δικτύου. Η εμμονή της αριστεράς στην μεταπολιτευτική επιλογή της συναίνεσης η οποία απειλούνταν από το ριζοσπαστικό διεκδικητικό πλαίσιο αλλά και (κυρίως) από την ριζοσπαστική οργανωτική δομή των εργοστασιακών σωματείων στη βάση της αν όχι άμεσης δημοκρατίας, πάντως μιας απόλυτα ελεγχόμενης εκπροσώπησης (γενικές συνελεύσεις, ανοιχτά ΔΣ) με νέες μορφές οργάνωσης (συντονισμός και έλεγχος των ΔΣ από τις συνελεύσεις αντιπροσώπων συνεργείων[35]), την οδήγησε στην απομόνωση του εργοστασιακού κινήματος της περιόδου 1974-1979. Επιπλέον, οι ριζοσπαστικές επιλογές των βιομηχανικών εργατών θα ακύρωναν το ρόλο της ως «αριστερής αντιπολίτευσης στο εσωτερικό αυτού του συναινετικού πλαισίου»[36].


            Η κινηματική ετοιμότητα των φοιτητών της Μεταπολίτευσης μπορεί να αποδοθεί στις αδράνειες του αντιδικτατορικού αγώνα, στην ταξική προοπτική τους (που προσιδιάζει στον μικροαστισμό και στις συνέπειές του), και στον υπερπολιτικό χαρακτήρα του φοιτητικού κινήματος (στη βάση του εκδημοκρατισμού, της ισονομίας, της διεύρυνσης του πεδίου του κράτους δικαίου)[37], όπως άλλωστε προκύπτει και από τις αξιακές πλαισιώσεις του αντιδικτατορικού κινήματος. Η συναινετική πολιτική των δύο ΚΚ κατέστησε τον πολιτικό ριζοσπαστισμό προνομιακό πεδίο των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που όμως είχαν σοβαρό έλλειμμα ως προς την κοινωνική τους διείσδυση. Επιδεικνύοντας «μανιασμένο ενθουσιασμό και άκρα επαναστατικότητα»[38] στις μεταξύ τους πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις με αφορμή εξωγενείς ρήξεις, που εκδηλωνόταν με συνθηματολογικές αντιπαραθέσεις στις επετειακές πορείες  του Πολυτεχνείου και στην αρθρογραφία των κομματικών οργάνων,  κατάφεραν ωστόσο να συσπειρωθούν κατά του Νόμου 815/78 και να επιτύχουν την απόσυρσή του. Το ρεύμα των καταλήψεων έδωσε στους φοιτητές τη δυνατότητα συμμετοχής στις αποφάσεις μέσω των γενικών συνελεύσεων δίνοντας έμφαση στην συμμετοχή αμφισβητώντας την εκπροσώπηση. Η συρρίκνωση των φοιτητικών παρατάξεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, και παράλληλα η σχηματοποίηση μιας αριστεράς οργανωτικά θνησιγενούς (Β΄Πανελλαδική) που όμως «εμβολίασε την αρχαϊκή και υπερ-πολιτική μέχρι τότε ελληνική αριστερά (σε όλες τις εκδοχές της) με τα νέα κοινωνικά κινήματα και τη λογική της αυθεντικής αυτονομίας τους, αλλά και με νέα (για την συγκυρία) ιδεολογικά και θεωρητικά ρεύματα»[39].   Η δεκαετία του ΄80 χαρακτηρίζεται από το «νέο πνεύμα», αποτέλεσμα του αδιεξόδου της παραδοσιακής και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, της ταξικής προέλευσης αλλά και ταξικής προοπτικής των φοιτητών. Μέσα από την ελευθερία «κινήσεων» που προσέφεραν οι Συσπειρώσεις εκδηλώθηκε ο μικροαστικός ατομικισμός ακολουθώντας τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του ΄70. Οι νέοι τρόποι ακτιβισμού, (καταλήψεις σπιτιών), οι πολιτιστικές παρεμβάσεις (που εξελίσσονταν συχνά σε συγκρούσεις με την αστυνομία) και γενικότερα η αλλαγή ατομικής συμπεριφοράς, χαρακτήρισε τη δεκαετία του ΄80. Παράλληλα απελευθέρωσε μεγάλο τμήμα της νεολαίας από την εμμονή στο παρελθόν (Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος, Λαμπράκηδες, Πολυτεχνείο) και την συνεχή και μονότονη επίκλησή του από όλους ταυτόχρονα.
           


[1] Με τη λέξη «μεταπολίτευση» εννοούμε τη μεταβολή, όχι απλώς του πολιτεύματος, αλλά και του τρόπου διακυβέρνησης μιας χώρας  Ν. Αλιβιζάτος Καθημερινή 14/4/2010
[2] Χριστόφορος Βερναρδάκης και Γιάννης Μαυρής «Οι ταξικοί Αγώνες στη Μεταπολίτευση» Θέσεις  Ιανουάριος – Μάρτιος 1986 τ. 14
[3] με αλλεπάλληλες ρήξεις αρχής γενομένης με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου συνεχίζοντας με τα βασιλικά κινήματα του Δεκέμβρη του 1967 και του Ιουνίου του 1973, και τέλος με το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου του 1973.
[4] Με τη μεταφορά στρατιωτικών μονάδων από τα βόρεια σύνορα στον Έβρο τα νησιά και την Κύπρο. Η επίσημη de jure αλλαγή έγινε με το νέο στρατηγικό δόγμα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 198..
[5] κάποτε αδιανόητες για το αστικό στρατόπεδο.
[6] ν.δ. 59/1974 «Περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων» (Α΄ 259) ορίζει τα εξής: «΄Αρθρον 1.1. ... 2. Τα πολιτικά κόμματα, υφιστάμενα ή εφεξής ιδρυόμενα, υποχρεούνται όπως προ της αναλήψεως οιασδήποτε δραστηριότητος καταθέσουν εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωσιν του Αρχηγού ή της Διοικούσης Επιτροπής αυτών περιλαμβάνουσαν ότι αι αρχαί του κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βία κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος».
[7] Γιώργος Καραμπελιάς Κράτος και Κοινωνία Στη Μεταπολίτευση (1974-1988) Εξάντας, 1989. σ.17
[8] Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αμφίβολο αν οι φοιτητές εξέλαβαν τη χαλάρωση της επιτήρησης στα Πανεπιστήμια (και γενικότερα την απόπειρα φιλελευθεροποίησης) ως πολιτική ευκαιρία ή αντιθέτως ως πολιτική απειλή Βλ. Σ. Σεφερειάδης «Ο άδηλος ρόλος των συλλογικών δράσεων στην ελληνική καθεστωτική αλλαγή (1974). Προκαταρκτικές σκέψεις για το Πολυτεχνείο» Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης τχ 36 Δεκέμβριος 2010 σ. 130
[9] σε αντίθεση με τις οργανώσεις  Αντι-ΕΦΕΕ και «Ρήγας Φεραίος» που η μεν πρώτη επέμενε στην σταθερή (και κατά συνέπεια αργή) ανάπτυξη ενός ευρύτερου μαζικού λαϊκού κινήματος ενώ ο «Ρήγας» ήταν δέσμιος της επιλογής του  ΚΚΕεσ να αξιοποιήσει το πείραμα Μαρκεζίνη
[10] Ιωάννα Παπαθανασίου «Η Νεολαία Λαμπράκη Τη Δεκαετία Του 1960 Αρχειακές τεκμηριώσεις και αυτοβιογραφικές καταθέσεις» ΙΑΕΝ- ΓΓΝΓ ΕΙΕ Αθήνα 2008, σ. 100
[11] ό.π, σ. 72. Πρόκειται για καταγγελίες δράσης τροτσκιστικών ομάδων που κατατίθενται στο Γραφείο Σπουδάζουσας.
[12] Ο.π. σ 99
[13] «ρευστά δίκτυα με ευέλικτες, μη ιεραρχικές δομές και ευρείς επιμερισμούς ευθυνών και δικαιοδοσιών» Buechler
[14] όχι μόνο λόγω της ύπαρξης και λειτουργίας της Εργατικής Συνέλευσης, αλλά και από τη σύνθεση των συλληφθέντων: σε σύνολο 866 μέσα και γύρω από το χώρο του Πολυτεχνείου, οι 475 ήταν εργάτες και οικοδόμοι, 49 φοιτητές του Πολυτεχνείου 268 φοιτητές άλλων σχολών και 74 μαθητές γυμνασίου (Ταχυδρόμος 15/11/2003, αφιέρωμα, παρουσίαση των πρώτων αποτελεσμάτων έρευνας του ΕΙΕ)
[15] την ίδια μέρα της ορκωμοσίας της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Καραμανλή στις 24/7/1974 ανακοινώνονται τα πρώτα μέτρα: απόλυση των πολιτικών κρατουμένων κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου αμνήστευση πολιτικών αδικημάτων απόδοση της ιθαγένειας σε όσους είχε αφαιρεθεί.
[16] Ακριβέστερα «μετάβασης»
[17] Σύνταγμα 1952
[18] Παρασύνταγμα: «…νομοθετικό οπλοστάσιο καταστολής πρωτοφανούς έκτασης και πολυπλοκότητας η σημασία του οποίου δεν έγκειται τόσο στην εφαρμογή του κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου όσο στο γεγονός ότι διαμέσου μιας συνταγματικά διφορούμενης νομικής κατασκευής διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο και μετά τις εντάσεις της δεκαετίας του 1940 για να συνεχίσει να εφαρμόζεται αδυσώπητα ως πρόσφατα.» Ν. Αλιβιζάτος «Οι Πολιτικοί Θεσμοί σε Κρίση 1922-1974» Θεμέλιο 1983σ.459-458
[19] βλέπε δήλωση Χ. Φλωράκη 2/10/1974: υπό την ιδιότητά μου ως πρώτου γραμματέως της ΚΕ του ΚΚΕ …. Δηλώ ότι αι αρχαί του ΚΚΕ αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βίαια κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του Ελευθέρου Δημοκρατικού Πολιτεύματος»
[20] Σακελλαρόπουλος Σπύρος, «Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση. Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988». Λιβάνη  Αθήνα 2001 σ. 39
[21] Πραξικόπημα «Πιτζάμας» Φεβρουάριος 1975, αλλά και άλλες κινήσεις οι οποίες αποδόθηκαν σε επιφυλακή άσκηση του στρατού βλ. «Επίδοξοι πραξικοπηματίες 1974-1983. Τα τάνκς της Μεταπολίτευσης. Επίδοξοι πραξικοπηματίες 1974-1983» Ιός, Ελευθεροτυπία 22/7/2007
[22] Γιαννακόπουλος Γεώργιος «Οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στην Ελλάδα την περίοδο 1956-1981» Δ.Δ.
[23] όπως εκφράστηκε στις αντιπαραθέσεις κατά τη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου
[24] «2ο Συνέδριο του ΕΚΚΕ. Απολογισμός. Συμπεράσματα. Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας» χ.χ σ. 21
[25] Βιάλε Ντελ Καρία Γκιγιεμπώ ¨68 Η Παγκόσμια Έκρηξη, Κομμούνα / Κοινωνικά Κινήματα 6, 1984
[26] Το 50% των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είχε αποφοιτήσει μετά το 1969 σύμφωνα με την απογραφή του 1981. Επιπλέον θα πρέπει να υπολογιστούν οι 150.000 ενεργοί φοιτητές. Καραμπελιάς σ 152.
[27] Γιώργος Καραμπελιάς, ό.π., σ 154.
[28] Εκτός ορισμένων εξαιρέσεων. Στην πορεία συμμετείχε και η Νεολαία ΠΑΣΟΚ
[29] Απεργία Nacional Can στην Ελευσίνα 4/10/1974
[30] Σπύρος Σακελλαρόπουλος ό.π. σ. 62
[31] Καραμπελιάς ό.π. σ.134
[32] Νίκος Μανίκας κ.ά. «Για ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα» Τετράδια των Συμβουλίων, Αλέτρι, Αθήνα 1984
[33] Σακελλαρόπουλος ό.π.  σ. 65
[34] Μανίκας ό.π. σ. 18
[35] ό.π. σ16
[36] Σακελλαρόπουλος ό.π. σ. 66.
[37] Χριστόφορος Βερναρδάκης «Οι επιδράσεις της προδικτατορικής περιόδου και της Δικτατορίας στη διαμόρφωση της ταυτότητας της μεταπολιτευτικής Αριστεράς» στο «Η αριστερά συζητά, ενώνεται, αντιπαρατίθεται, αλλάζει;» Α/συνέχεια  Απρίλης 2005.
[38] Λένιν «Ο Αριστερισμός. Παιδική αρρώστεια του κομμουνισμού» Σύγχρονη Εποχή Αθήνα 1982. σ.15
[39] Χριστόφορος Βερναρδάκης EΚΟΝ Ρήγας Φεραίος – Β’ Πανελλαδική 1978-1981: μια ιστορική προσέγγιση